- ἀπεχθητικός
- ἀπεχθ-ητικός, ή, όν,A full of hatred, envious, opp. κόλαξ, Arist.MM1193a22, EE1221a26, 1233b32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απεχθητικός — ἀπεχθητικός, ή, όν (Α) γεμάτος έχθρα, φθονερός … Dictionary of Greek
ἀπεχθητικός — full of hatred masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)